Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σπουδαιολογέω
σπουδαῖος
σπουδαρχίᾱ
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σπυρίς
σπώμην
στάγες
στάγμα
σταγών
σταδαῖος
σταδιεύς
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
View word page
σπουδαστός
σπουδαστόςή όνadjσπουδάζωof a goalto be pursued seriouslyPl.of a dutyto be undertaken eagerlyArist.

ShortDef

that deserves to be sought

Debugging

Headword:
σπουδαστός
Headword (normalized):
σπουδαστός
Headword (normalized/stripped):
σπουδαστος
IDX:
36992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36993
Key:
σπουδαστός

Data

{'headword_display': '<b>σπουδαστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σπουδαστός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπουδάζω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a goal</Indic><Tr>to be pursued seriously</Tr><Au>Pl.</Au><aS2><Indic>of a duty</Indic><Tr>to be undertaken eagerly</Tr><Au>Arist.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'σπουδαστός'}