Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαῖος
σπουδαρχίᾱ
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σπυρίς
σπώμην
στάγες
στάγμα
σταγών
σταδαῖος
σταδιεύς
σταδιοδρομέω
View word page
σπουδαστικός
σπουδαστικόςή όνadjσπουδαστός of a personearnest, energeticArist.seriousopp. playful Pl.

ShortDef

zealous, earnest, serious

Debugging

Headword:
σπουδαστικός
Headword (normalized):
σπουδαστικός
Headword (normalized/stripped):
σπουδαστικος
IDX:
36991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36992
Key:
σπουδαστικός

Data

{'headword_display': '<b>σπουδαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σπουδαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπουδαστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>earnest, energetic</Tr><Au>Arist.</Au><aS2><Tr>serious<Expl>opp. playful</Expl></Tr><Au> Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'σπουδαστικός'}