Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σπόρος
σπουδᾱ́
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαῖος
σπουδαρχίᾱ
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σπυρίς
σπώμην
στάγες
στάγμα
σταγών
σταδαῖος
View word page
σπουδαστέος
σπουδαστέοςᾱ ονvbl.adj of wealthto be pursued seriouslyX.

ShortDef

to be sought for zealously

Debugging

Headword:
σπουδαστέος
Headword (normalized):
σπουδαστέος
Headword (normalized/stripped):
σπουδαστεος
IDX:
36989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36990
Key:
σπουδαστέος

Data

{'headword_display': '<b>σπουδαστέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σπουδαστέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of wealth</Indic><Tr>to be pursued seriously</Tr><Au>X.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'σπουδαστέος'}