Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σπόριμος
σπόρος
σπουδᾱ́
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαῖος
σπουδαρχίᾱ
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σπυρίς
σπώμην
στάγες
στάγμα
σταγών
View word page
σπούδασμα
σπούδασμαατοςnσπουδάζω that which is pursued earnestlypursuit, concernPl.

ShortDef

a thing

Debugging

Headword:
σπούδασμα
Headword (normalized):
σπούδασμα
Headword (normalized/stripped):
σπουδασμα
IDX:
36988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36989
Key:
σπούδασμα

Data

{'headword_display': '<b>σπούδασμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σπούδασμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>σπουδάζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>that which is pursued earnestly</Def><Tr>pursuit, concern</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σπούδασμα'}