Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σποραδικός
σπορεύς
σπορητός
σπόριμος
σπόρος
σπουδᾱ́
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαῖος
σπουδαρχίᾱ
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σπυρίς
σπώμην
View word page
σπουδαρχίας
σπουδαρχίαςουm would-be politicianX.

ShortDef

one who canvasses for office, a place-man

Debugging

Headword:
σπουδαρχίας
Headword (normalized):
σπουδαρχίας
Headword (normalized/stripped):
σπουδαρχιας
IDX:
36985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36986
Key:
σπουδαρχίας

Data

{'headword_display': '<b>σπουδαρχίας</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σπουδαρχίας</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>would-be politician</Tr><Au>X.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'σπουδαρχίας'}