Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σποράδες
σποραδικός
σπορεύς
σπορητός
σπόριμος
σπόρος
σπουδᾱ́
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαῖος
σπουδαρχίᾱ
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σπυρίς
View word page
σπουδαρχίᾱ
σπουδαρχίᾱᾱςfἄρχω app.canvassingof political supportPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπουδαρχίᾱ
Headword (normalized):
σπουδαρχίᾱ
Headword (normalized/stripped):
σπουδαρχια
IDX:
36984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36985
Key:
σπουδαρχίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>σπουδαρχίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σπουδαρχίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἄρχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Qualif>app.</Qualif><Tr>canvassing<Expl>of political support</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'σπουδαρχίᾱ'}