Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σπονδή
σπονδοφόρος
σπορᾱ́
σποράδην
σποράδες
σποραδικός
σπορεύς
σπορητός
σπόριμος
σπόρος
σπουδᾱ́
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαῖος
σπουδαρχίᾱ
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδαστέος
σπουδαστής
View word page
σπουδᾱ́
σπουδᾱ́dial.fseeσπουδή

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπουδᾱ́
Headword (normalized):
σπουδᾱ́
Headword (normalized/stripped):
σπουδα
IDX:
36980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36981
Key:
σπουδᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>σπουδᾱ́</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σπουδᾱ́</HL><PS>dial.f</PS></HG><XR>see<Ref>σπουδή</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σπουδᾱ́'}