Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σπόλᾱ
σπολάς
σπόμενος
σπονδαρχίη
σπονδεῖος
σπονδή
σπονδοφόρος
σπορᾱ́
σποράδην
σποράδες
σποραδικός
σπορεύς
σπορητός
σπόριμος
σπόρος
σπουδᾱ́
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαῖος
σπουδαρχίᾱ
σπουδαρχίας
View word page
σποραδικός
σποραδικόςή όνadjof animalsof the scattered kindopp. belonging to a herd or flockungregariousArist.

ShortDef

scattered

Debugging

Headword:
σποραδικός
Headword (normalized):
σποραδικός
Headword (normalized/stripped):
σποραδικος
IDX:
36975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36976
Key:
σποραδικός

Data

{'headword_display': '<b>σποραδικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σποραδικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of animals</Indic><Def>of the scattered kind<Expl>opp. belonging to a herd or flock</Expl></Def><Tr>ungregarious</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σποραδικός'}