Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σπογγιᾱ́
σπογγίζω
σπογγίον
σπογγιστικός
σπόγγος
σποδέω
σποδιᾱ́
σποδίζω
σποδός
σποίμην
σπόλᾱ
σπολάς
σπόμενος
σπονδαρχίη
σπονδεῖος
σπονδή
σπονδοφόρος
σπορᾱ́
σποράδην
σποράδες
σποραδικός
View word page
σπόλᾱ
σπόλᾱAeol.fseeστολή

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπόλᾱ
Headword (normalized):
σπόλᾱ
Headword (normalized/stripped):
σπολα
IDX:
36965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36966
Key:
σπόλᾱ

Data

{'headword_display': '<b>σπόλᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σπόλᾱ</HL><PS>Aeol.f</PS></HG><XR>see<Ref>στολή</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σπόλᾱ'}