Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σπίνος
σπλαγχνεύω
σπλαγχνίζομαι
σπλάγχνον
σπλεκόω
σπλήν
σπληνιάω
σπογγιᾱ́
σπογγίζω
σπογγίον
σπογγιστικός
σπόγγος
σποδέω
σποδιᾱ́
σποδίζω
σποδός
σποίμην
σπόλᾱ
σπολάς
σπόμενος
σπονδαρχίη
View word page
σπογγιστικός
σπογγιστικόςή όνadjσπογγίζωof or related to spongingfem.sb.art of using a spongePl.

ShortDef

of or for sponging

Debugging

Headword:
σπογγιστικός
Headword (normalized):
σπογγιστικός
Headword (normalized/stripped):
σπογγιστικος
IDX:
36958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36959
Key:
σπογγιστικός

Data

{'headword_display': '<b>σπογγιστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σπογγιστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπογγίζω</Ref></Ety></HG><aS1><Def>of or related to sponging</Def><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of using a sponge</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'σπογγιστικός'}