Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σπῆλυγξ
σπιδέος
σπιθαμή
σπιθαμιαῖος
σπιλάδες
σπιλώδης
σπινθαρίς
σπινθάρυξ
σπινθήρ
σπίνος
σπλαγχνεύω
σπλαγχνίζομαι
σπλάγχνον
σπλεκόω
σπλήν
σπληνιάω
σπογγιᾱ́
σπογγίζω
σπογγίον
σπογγιστικός
σπόγγος
View word page
σπλαγχνεύω
σπλαγχνεύωvbσπλάγχνον of a participant at a sacrificeeat the entrailsAr.

ShortDef

to eat the inwards

Debugging

Headword:
σπλαγχνεύω
Headword (normalized):
σπλαγχνεύω
Headword (normalized/stripped):
σπλαγχνευω
IDX:
36949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36950
Key:
σπλαγχνεύω

Data

{'headword_display': '<b>σπλαγχνεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σπλαγχνεύω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>σπλάγχνον</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a participant at a sacrifice</Indic><Tr>eat the entrails</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σπλαγχνεύω'}