Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σπευσίδωρος
σπευστικός
σπῆι
σπήλαιον
σπηλαιώδης
σπῆλυγξ
σπιδέος
σπιθαμή
σπιθαμιαῖος
σπιλάδες
σπιλώδης
σπινθαρίς
σπινθάρυξ
σπινθήρ
σπίνος
σπλαγχνεύω
σπλαγχνίζομαι
σπλάγχνον
σπλεκόω
σπλήν
σπληνιάω
View word page
σπιλώδης
σπιλώδηςεςadj of a hillrockyPlb.dub., cj. σπιλαδώδης

ShortDef

rocky

Debugging

Headword:
σπιλώδης
Headword (normalized):
σπιλώδης
Headword (normalized/stripped):
σπιλωδης
IDX:
36944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36945
Key:
σπιλώδης

Data

{'headword_display': '<b>σπιλώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σπιλώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a hill</Indic><Tr>rocky</Tr><Au>Plb.<LblR>dub., cj. <Gr>σπιλαδώδης</Gr></LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'σπιλώδης'}