Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σπέσθαι
σπεύδω
σπευσίδωρος
σπευστικός
σπῆι
σπήλαιον
σπηλαιώδης
σπῆλυγξ
σπιδέος
σπιθαμή
σπιθαμιαῖος
σπιλάδες
σπιλώδης
σπινθαρίς
σπινθάρυξ
σπινθήρ
σπίνος
σπλαγχνεύω
σπλαγχνίζομαι
σπλάγχνον
σπλεκόω
View word page
σπιθαμιαῖος
σπιθαμιαῖοςᾱ ονadjof an objectmeasuring a spanArist. Plb.

ShortDef

a span long, broad

Debugging

Headword:
σπιθαμιαῖος
Headword (normalized):
σπιθαμιαῖος
Headword (normalized/stripped):
σπιθαμιαιος
IDX:
36942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36943
Key:
σπιθαμιαῖος

Data

{'headword_display': '<b>σπιθαμιαῖος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σπιθαμιαῖος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of an object</Indic><Tr>measuring a span</Tr><Au>Arist. Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σπιθαμιαῖος'}