Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σπερχνός
σπέρχω
σπερῶ
σπέσθαι
σπεύδω
σπευσίδωρος
σπευστικός
σπῆι
σπήλαιον
σπηλαιώδης
σπῆλυγξ
σπιδέος
σπιθαμή
σπιθαμιαῖος
σπιλάδες
σπιλώδης
σπινθαρίς
σπινθάρυξ
σπινθήρ
σπίνος
σπλαγχνεύω
View word page
σπῆλυγξ
σπῆλυγξυγγοςf caveAR. Theoc.

ShortDef

cave

Debugging

Headword:
σπῆλυγξ
Headword (normalized):
σπῆλυγξ
Headword (normalized/stripped):
σπηλυγξ
IDX:
36939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36940
Key:
σπῆλυγξ

Data

{'headword_display': '<b>σπῆλυγξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σπῆλυγξ</HL><Infl>υγγος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>cave</Tr><Au>AR. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σπῆλυγξ'}