Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄλῡπος
ἄλυρος
ἄλυς
ἀλυσθενέω
ἁλυσιδωτός
ἅλυσις
ἀλῡσιτέλεια
ἀλῡσιτελής
ἁλυσιωτός
ἀλυσκάζω
ἀλυσκάνω
ἀλύσκω
ἀλύσσω
ἄλυτος
ἀλῡ́ω
ἄλφα
ἀλφάνω
Ἀλφειός
ἀλφεσίβοιος
ἀλφησταί
ἄλφι
View word page
ἀλυσκάνω
ἀλυσκάνωvb avoid, escapedeathOd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλυσκάνω
Headword (normalized):
ἀλυσκάνω
Headword (normalized/stripped):
αλυσκανω
IDX:
3693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3694
Key:
ἀλυσκάνω

Data

{'headword_display': '<b>ἀλυσκάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀλυσκάνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>avoid, escape</Tr><Obj>death<Au>Od.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀλυσκάνω'}