Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σπερμολόγος
σπερχνός
σπέρχω
σπερῶ
σπέσθαι
σπεύδω
σπευσίδωρος
σπευστικός
σπῆι
σπήλαιον
σπηλαιώδης
σπῆλυγξ
σπιδέος
σπιθαμή
σπιθαμιαῖος
σπιλάδες
σπιλώδης
σπινθαρίς
σπινθάρυξ
σπινθήρ
σπίνος
View word page
σπηλαιώδης
σπηλαιώδηςεςadjof an underground dwellingcave-like, cavernousPl.

ShortDef

cavern-like

Debugging

Headword:
σπηλαιώδης
Headword (normalized):
σπηλαιώδης
Headword (normalized/stripped):
σπηλαιωδης
IDX:
36938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36939
Key:
σπηλαιώδης

Data

{'headword_display': '<b>σπηλαιώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σπηλαιώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of an underground dwelling</Indic><Tr>cave-like, cavernous</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σπηλαιώδης'}