Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σπερμαγοραιολεκιθολαχανοπώλιδες
σπερμαίνω
σπερμολογίᾱ
σπερμολόγος
σπερχνός
σπέρχω
σπερῶ
σπέσθαι
σπεύδω
σπευσίδωρος
σπευστικός
σπῆι
σπήλαιον
σπηλαιώδης
σπῆλυγξ
σπιδέος
σπιθαμή
σπιθαμιαῖος
σπιλάδες
σπιλώδης
σπινθαρίς
View word page
σπευστικός
σπευστικόςή όνadj of a personof the hurrying kindprone to hurryArist.

ShortDef

hasty

Debugging

Headword:
σπευστικός
Headword (normalized):
σπευστικός
Headword (normalized/stripped):
σπευστικος
IDX:
36935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36936
Key:
σπευστικός

Data

{'headword_display': '<b>σπευστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σπευστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>of the hurrying kind</Def><Tr>prone to hurry</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σπευστικός'}