Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλῡ́πητος
ἀλῡπίᾱ
ἄλῡπος
ἄλυρος
ἄλυς
ἀλυσθενέω
ἁλυσιδωτός
ἅλυσις
ἀλῡσιτέλεια
ἀλῡσιτελής
ἁλυσιωτός
ἀλυσκάζω
ἀλυσκάνω
ἀλύσκω
ἀλύσσω
ἄλυτος
ἀλῡ́ω
ἄλφα
ἀλφάνω
Ἀλφειός
ἀλφεσίβοιος
View word page
ἁλυσιωτός
ἁλυσιωτόςή όνadjἅλυσις app. of plaited bronzemade into a chainPi.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁλυσιωτός
Headword (normalized):
ἁλυσιωτός
Headword (normalized/stripped):
αλυσιωτος
IDX:
3691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3692
Key:
ἁλυσιωτός

Data

{'headword_display': '<b>ἁλυσιωτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἁλυσιωτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἅλυσις</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>app. of plaited bronze</Indic><Tr>made into a chain</Tr><Au>Pi.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'ἁλυσιωτός'}