Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σπαρτός
σπάρτος
σπάσμα
σπασμός
σπαταλάω
σπατῑ́λη
σπάω
σπεῖο
σπεῖος
σπεῖρα
σπειρᾱ́ματα
σπειρηδόν
σπεῖρον
σπειρόω
σπείρω
σπένδω
σπέος
σπέρμα
σπερμαγοραιολεκιθολαχανοπώλιδες
σπερμαίνω
σπερμολογίᾱ
View word page
σπειρᾱ́ματα
σπειρᾱ́ματατωνn.pl coilsw.gen.of a viperA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπειρᾱ́ματα
Headword (normalized):
σπειρᾱ́ματα
Headword (normalized/stripped):
σπειραματα
IDX:
36917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36918
Key:
σπειρᾱ́ματα

Data

{'headword_display': '<b>σπειρᾱ́ματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σπειρᾱ́ματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>coils<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a viper</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σπειρᾱ́ματα'}