Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σπᾱδίζω
σπάδων
σπαθάω
σπάθη
σπαίρω
σπάκα
σπανίζω
σπάνιος
σπανιότης
σπάνις
σπανιστός
σπανοσῑτίᾱ
σπάραγμα
σπαραγμός
σπαράσσω
σπαργανάω
σπαργανίζω
σπαργανιώτης
σπάργανον
σπαργανόω
σπαργάω
View word page
σπανιστός
σπανιστόςή όνadjσπανίζω of giftsscantyi.e. given scantilyS.

ShortDef

scanty

Debugging

Headword:
σπανιστός
Headword (normalized):
σπανιστός
Headword (normalized/stripped):
σπανιστος
IDX:
36891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36892
Key:
σπανιστός

Data

{'headword_display': '<b>σπανιστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σπανιστός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπανίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of gifts</Indic><Tr>scanty<Expl>i.e. given scantily</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σπανιστός'}