Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλυκτέομαι
ἀλυκτοπέδαι
ἄλυξα
ἄλυξις
ἀλῡ́πητος
ἀλῡπίᾱ
ἄλῡπος
ἄλυρος
ἄλυς
ἀλυσθενέω
ἁλυσιδωτός
ἅλυσις
ἀλῡσιτέλεια
ἀλῡσιτελής
ἁλυσιωτός
ἀλυσκάζω
ἀλυσκάνω
ἀλύσκω
ἀλύσσω
ἄλυτος
ἀλῡ́ω
View word page
ἁλυσιδωτός
ἁλυσιδωτόςή όνadjἅλυσις of a cuirass, ref. to the Roman loricamade of chainmailPlb.

ShortDef

wrought in chain fashion

Debugging

Headword:
ἁλυσιδωτός
Headword (normalized):
ἁλυσιδωτός
Headword (normalized/stripped):
αλυσιδωτος
IDX:
3687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3688
Key:
ἁλυσιδωτός

Data

{'headword_display': '<b>ἁλυσιδωτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἁλυσιδωτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἅλυσις</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a cuirass, ref. to the Roman <ital>lorica</ital></Indic><Tr>made of chainmail</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἁλυσιδωτός'}