Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σμῑλεύματα
σμῑ́λη
Σμινθεύς
σμινύη
σμυγερός
σμυρίζω
σμύρνα
Σμύρνα
σμυρνίζομαι
σμῡ́χω
σμῶδιξ
σμώχω
σοβαρός
σοβέω
σόει
σοί
σοῖο
σολοικίζω
σόλοικος
σόλος
Σόλων
View word page
σμῶδιξ
σμῶδιξιγγοςf swollen bruisecaused by a blowwealIl.

ShortDef

a weal, swollen bruise

Debugging

Headword:
σμῶδιξ
Headword (normalized):
σμῶδιξ
Headword (normalized/stripped):
σμωδιξ
IDX:
36851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36852
Key:
σμῶδιξ

Data

{'headword_display': '<b>σμῶδιξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σμῶδιξ</HL><Infl>ιγγος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>swollen bruise<Expl>caused by a blow</Expl></Def><Tr>weal</Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σμῶδιξ'}