Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σμῆμα
σμῆνος
σμήρινθος
σμήχω
σμῑκρολογίᾱ
σμῑκρός
σμῖλαξ
σμῑλεύματα
σμῑ́λη
Σμινθεύς
σμινύη
σμυγερός
σμυρίζω
σμύρνα
Σμύρνα
σμυρνίζομαι
σμῡ́χω
σμῶδιξ
σμώχω
σοβαρός
σοβέω
View word page
σμινύη
σμινύηηςf heavy tool used for diggingmattockAr. Pl. X. Call.

ShortDef

a two-pronged hoe

Debugging

Headword:
σμινύη
Headword (normalized):
σμινύη
Headword (normalized/stripped):
σμινυη
IDX:
36844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36845
Key:
σμινύη

Data

{'headword_display': '<b>σμινύη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σμινύη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>heavy tool used for digging</Def><Tr>mattock</Tr><Au>Ar. Pl. X. Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σμινύη'}