Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σμαραγίζω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμῆμα
σμῆνος
σμήρινθος
σμήχω
σμῑκρολογίᾱ
σμῑκρός
σμῖλαξ
σμῑλεύματα
σμῑ́λη
Σμινθεύς
σμινύη
σμυγερός
σμυρίζω
σμύρνα
Σμύρνα
σμυρνίζομαι
σμῡ́χω
σμῶδιξ
View word page
σμῑλεύματα
σμῑλεύματατωνn.plσμῑ́λη fig.chisellings, chisel-shavingsref. to verbal quibbles of sophistsAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σμῑλεύματα
Headword (normalized):
σμῑλεύματα
Headword (normalized/stripped):
σμιλευματα
IDX:
36841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36842
Key:
σμῑλεύματα

Data

{'headword_display': '<b>σμῑλεύματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σμῑλεύματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>σμῑ́λη</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>fig.</Indic><Tr>chisellings, chisel-shavings<Expl>ref. to verbal quibbles of sophists</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σμῑλεύματα'}