Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκῶμμα
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκώψ
σμᾶμα
σμᾶνος
σμᾱ́ομαι
σμάραγδος
σμαραγδοχαίτᾱς
σμαραγέω
σμαραγίζω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμῆμα
σμῆνος
σμήρινθος
σμήχω
σμῑκρολογίᾱ
View word page
σμάραγδος
σμάραγδοςουfloanwd. green jewelemeraldPl. Plu.appos.w. λίθοςemerald stoneHdt.

ShortDef

emerald

Debugging

Headword:
σμάραγδος
Headword (normalized):
σμάραγδος
Headword (normalized/stripped):
σμαραγδος
IDX:
36828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36829
Key:
σμάραγδος

Data

{'headword_display': '<b>σμάραγδος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σμάραγδος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS><Ety>loanwd.</Ety></HG> <nS1><Def>green jewel</Def><Tr>emerald</Tr><Au>Pl. Plu.</Au><Phr><Indic>appos.w. <Ref>λίθος</Ref></Indic><TrPhr>emerald stone</TrPhr><Au>Hdt.</Au></Phr></nS1></NE>', 'key': 'σμάραγδος'}