Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκώψ
σμᾶμα
σμᾶνος
σμᾱ́ομαι
σμάραγδος
σμαραγδοχαίτᾱς
σμαραγέω
σμαραγίζω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμῆμα
View word page
σκώψ
σκώψωπόςm a kind of small owllittle owlOd. Theoc.

ShortDef

owl

Debugging

Headword:
σκώψ
Headword (normalized):
σκώψ
Headword (normalized/stripped):
σκωψ
IDX:
36824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36825
Key:
σκώψ

Data

{'headword_display': '<b>σκώψ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκώψ</HL><Infl>ωπός</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>a kind of small owl</Def><Tr>little owl</Tr><Au>Od. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκώψ'}