Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκῡτοτόμος
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκώψ
σμᾶμα
σμᾶνος
σμᾱ́ομαι
σμάραγδος
σμαραγδοχαίτᾱς
σμαραγέω
σμαραγίζω
σμερδαλέος
σμερδνός
View word page
σκωρ-αμίς
σκωραμίςίδοςfἁμίς shit-potref. to a personAr.

ShortDef

night-stool

Debugging

Headword:
σκωραμίς
Headword (normalized):
σκωραμίς
Headword (normalized/stripped):
σκωραμις
IDX:
36823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36824
Key:
σκωραμίς

Data

{'headword_display': '<b>σκωρ-αμίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκωρ<hyph/>αμίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἁμίς</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>shit-pot<Expl>ref. to a person</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκωραμίς'}