Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκῡτοτομικός
σκῡτοτόμος
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκώψ
σμᾶμα
σμᾶνος
σμᾱ́ομαι
σμάραγδος
σμαραγδοχαίτᾱς
σμαραγέω
σμαραγίζω
σμερδαλέος
View word page
σκῶρ
σκῶρσκατόςn dung, shitAr.

ShortDef

dung

Debugging

Headword:
σκῶρ
Headword (normalized):
σκῶρ
Headword (normalized/stripped):
σκωρ
IDX:
36822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36823
Key:
σκῶρ

Data

{'headword_display': '<b>σκῶρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκῶρ</HL><Infl>σκατός</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>dung, shit</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκῶρ'}