Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκῡτοτομέω
σκῡτοτομίᾱ
σκῡτοτομικός
σκῡτοτόμος
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκώψ
σμᾶμα
σμᾶνος
σμᾱ́ομαι
σμάραγδος
σμαραγδοχαίτᾱς
σμαραγέω
View word page
σκωπτόλης
σκωπτόληςουm joker, jeererAr.

ShortDef

a mocker, jester

Debugging

Headword:
σκωπτόλης
Headword (normalized):
σκωπτόλης
Headword (normalized/stripped):
σκωπτολης
IDX:
36820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36821
Key:
σκωπτόλης

Data

{'headword_display': '<b>σκωπτόλης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκωπτόλης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>joker, jeerer</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκωπτόλης'}