Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκῡτοτομεῖον
σκῡτοτομέω
σκῡτοτομίᾱ
σκῡτοτομικός
σκῡτοτόμος
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκώψ
σμᾶμα
σμᾶνος
σμᾱ́ομαι
σμάραγδος
σμαραγδοχαίτᾱς
View word page
σκωπτικός
σκωπτικόςή όνadj of personswitty, facetiousPlu.neut.sb.propensity to make jokesPlu.

ShortDef

mocking, jesting

Debugging

Headword:
σκωπτικός
Headword (normalized):
σκωπτικός
Headword (normalized/stripped):
σκωπτικος
IDX:
36819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36820
Key:
σκωπτικός

Data

{'headword_display': '<b>σκωπτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκωπτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>witty, facetious</Tr><Au>Plu.</Au><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>propensity to make jokes</Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'σκωπτικός'}