Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκῡτόομαι
σκῦτος
σκῡτοτομεῖον
σκῡτοτομέω
σκῡτοτομίᾱ
σκῡτοτομικός
σκῡτοτόμος
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκώψ
σμᾶμα
σμᾶνος
σμᾱ́ομαι
View word page
σκῶλος
σκῶλοςουmreltd.σκόλοψ stakew. a sharpened endIl. Call. thornAr. Call.

ShortDef

a pointed stake

Debugging

Headword:
σκῶλος
Headword (normalized):
σκῶλος
Headword (normalized/stripped):
σκωλος
IDX:
36817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36818
Key:
σκῶλος

Data

{'headword_display': '<b>σκῶλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκῶλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety>reltd.<Ref>σκόλοψ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>stake<Expl>w. a sharpened end</Expl></Tr><Au>Il. Call.</Au></nS1> <nS1><Tr>thorn</Tr><Au>Ar. Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκῶλος'}