Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκῡτίον
σκῡτοδέψης
σκῡτόομαι
σκῦτος
σκῡτοτομεῖον
σκῡτοτομέω
σκῡτοτομίᾱ
σκῡτοτομικός
σκῡτοτόμος
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκώψ
σμᾶμα
View word page
σκωληκό-βρωτος
σκωληκό-βρωτοςονadjσκώληξβιβρώσκω of a personworm-eatenNT.

ShortDef

eaten of worms

Debugging

Headword:
σκωληκόβρωτος
Headword (normalized):
σκωληκόβρωτος
Headword (normalized/stripped):
σκωληκοβρωτος
IDX:
36815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36816
Key:
σκωληκόβρωτος

Data

{'headword_display': '<b>σκωληκό-βρωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκωληκό-βρωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκώληξ</Ref><Ref>βιβρώσκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>worm-eaten</Tr><Au>NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σκωληκόβρωτος'}