Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκῡ́τευσις
σκῡτεύω
σκῡτικός
σκῡτινός
σκῡτίον
σκῡτοδέψης
σκῡτόομαι
σκῦτος
σκῡτοτομεῖον
σκῡτοτομέω
σκῡτοτομίᾱ
σκῡτοτομικός
σκῡτοτόμος
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
View word page
σκῡτοτομίᾱ
σκῡτοτομίᾱᾱςf shoemakingPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκῡτοτομίᾱ
Headword (normalized):
σκῡτοτομίᾱ
Headword (normalized/stripped):
σκυτοτομια
IDX:
36811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36812
Key:
σκῡτοτομίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>σκῡτοτομίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκῡτοτομίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>shoemaking</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκῡτοτομίᾱ'}