Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκῡτεύς
σκῡ́τευσις
σκῡτεύω
σκῡτικός
σκῡτινός
σκῡτίον
σκῡτοδέψης
σκῡτόομαι
σκῦτος
σκῡτοτομεῖον
σκῡτοτομέω
σκῡτοτομίᾱ
σκῡτοτομικός
σκῡτοτόμος
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωπτικός
σκωπτόλης
View word page
σκῡτοτομέω
σκῡτοτομέωcontr.vb cut shoe-leatherbe a shoemakerAr. Pl. Arist.tr.makeshoesfr. leatherPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκῡτοτομέω
Headword (normalized):
σκῡτοτομέω
Headword (normalized/stripped):
σκυτοτομεω
IDX:
36810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36811
Key:
σκῡτοτομέω

Data

{'headword_display': '<b>σκῡτοτομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σκῡτοτομέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>cut shoe-leather</Def><Tr>be a shoemaker</Tr><Au>Ar. Pl. Arist.</Au><vS2><Indic>tr.</Indic><Tr>make</Tr><Obj>shoes<Expl>fr. leather</Expl><Au>Pl.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'σκῡτοτομέω'}