Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκυταλιοφορέω
σκυταλίς
σκύταλον
σκῡτεύς
σκῡ́τευσις
σκῡτεύω
σκῡτικός
σκῡτινός
σκῡτίον
σκῡτοδέψης
σκῡτόομαι
σκῦτος
σκῡτοτομεῖον
σκῡτοτομέω
σκῡτοτομίᾱ
σκῡτοτομικός
σκῡτοτόμος
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
View word page
σκῡτόομαι
σκῡτόομαιpass.contr.vb of wooden practice swordsbe covered with leatherPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκῡτόομαι
Headword (normalized):
σκῡτόομαι
Headword (normalized/stripped):
σκυτοομαι
IDX:
36807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36808
Key:
σκῡτόομαι

Data

{'headword_display': '<b>σκῡτόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σκῡτόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of wooden practice swords</Indic><Tr>be covered with leather</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σκῡτόομαι'}