Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκυτάλιον
σκυταλιοφορέω
σκυταλίς
σκύταλον
σκῡτεύς
σκῡ́τευσις
σκῡτεύω
σκῡτικός
σκῡτινός
σκῡτίον
σκῡτοδέψης
σκῡτόομαι
σκῦτος
σκῡτοτομεῖον
σκῡτοτομέω
σκῡτοτομίᾱ
σκῡτοτομικός
σκῡτοτόμος
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
View word page
σκῡτοδέψης
σκῡτοδέψης
σκῡτοδεψός
m
seeσκυλοδέψης

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκῡτοδέψης
Headword (normalized):
σκῡτοδέψης
Headword (normalized/stripped):
σκυτοδεψης
IDX:
36806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36807
Key:
σκῡτοδέψης

Data

{'headword_display': '<b>σκῡτοδέψης</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σκῡτοδέψης</HL><DL><FmHL>σκῡτοδεψός</FmHL></DL><PS>m</PS></HG><XR>see<Ref>σκυλοδέψης</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σκῡτοδέψης'}