Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκυτάλη
σκυτάλιον
σκυταλιοφορέω
σκυταλίς
σκύταλον
σκῡτεύς
σκῡ́τευσις
σκῡτεύω
σκῡτικός
σκῡτινός
σκῡτίον
σκῡτοδέψης
σκῡτόομαι
σκῦτος
σκῡτοτομεῖον
σκῡτοτομέω
σκῡτοτομίᾱ
σκῡτοτομικός
σκῡτοτόμος
σκύφος
σκωληκόβρωτος
View word page
σκῡτίον
σκῡτίονουndimin.σκῦτος bit of leatherref. to the phallus worn by comic actorsAr.dub.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκῡτίον
Headword (normalized):
σκῡτίον
Headword (normalized/stripped):
σκυτιον
IDX:
36805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36806
Key:
σκῡτίον

Data

{'headword_display': '<b>σκῡτίον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκῡτίον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>σκῦτος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>bit of leather<Expl>ref. to the phallus worn by comic actors</Expl></Tr><Au>Ar.<LblR>dub.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'σκῡτίον'}