Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκῡρωτός
σκυτάλη
σκυτάλιον
σκυταλιοφορέω
σκυταλίς
σκύταλον
σκῡτεύς
σκῡ́τευσις
σκῡτεύω
σκῡτικός
σκῡτινός
σκῡτίον
σκῡτοδέψης
σκῡτόομαι
σκῦτος
σκῡτοτομεῖον
σκῡτοτομέω
σκῡτοτομίᾱ
σκῡτοτομικός
σκῡτοτόμος
σκύφος
View word page
σκῡτινός
σκῡτινόςή όνadjσκῦτοςof shoes, clothing, equipment, or sim.made of leatherleatherAnacr. Hdt. Ar. X. Plb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκῡτινός
Headword (normalized):
σκῡτινός
Headword (normalized/stripped):
σκυτινος
IDX:
36804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36805
Key:
σκῡτινός

Data

{'headword_display': '<b>σκῡτινός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκῡτινός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκῦτος</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of shoes, clothing, equipment, or sim.</Indic><Def>made of leather</Def><Tr>leather</Tr><Au>Anacr. Hdt. Ar. X. Plb. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σκῡτινός'}