Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Σκῦρος
σκῡρωτός
σκυτάλη
σκυτάλιον
σκυταλιοφορέω
σκυταλίς
σκύταλον
σκῡτεύς
σκῡ́τευσις
σκῡτεύω
σκῡτικός
σκῡτινός
σκῡτίον
σκῡτοδέψης
σκῡτόομαι
σκῦτος
σκῡτοτομεῖον
σκῡτοτομέω
σκῡτοτομίᾱ
σκῡτοτομικός
σκῡτοτόμος
View word page
σκῡτικός
σκῡτικόςή όνadj related to leather-workingfem.sb.craft of shoemakingPl. Arist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκῡτικός
Headword (normalized):
σκῡτικός
Headword (normalized/stripped):
σκυτικος
IDX:
36803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36804
Key:
σκῡτικός

Data

{'headword_display': '<b>σκῡτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκῡτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>related to leather-working</Def><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>craft of shoemaking</Def><Au>Pl. Arist.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'σκῡτικός'}