Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκύπφος
Σκῦρος
σκῡρωτός
σκυτάλη
σκυτάλιον
σκυταλιοφορέω
σκυταλίς
σκύταλον
σκῡτεύς
σκῡ́τευσις
σκῡτεύω
σκῡτικός
σκῡτινός
σκῡτίον
σκῡτοδέψης
σκῡτόομαι
σκῦτος
σκῡτοτομεῖον
σκῡτοτομέω
σκῡτοτομίᾱ
σκῡτοτομικός
View word page
σκῡτεύω
σκῡτεύωvb be a leather-workerX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκῡτεύω
Headword (normalized):
σκῡτεύω
Headword (normalized/stripped):
σκυτευω
IDX:
36802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36803
Key:
σκῡτεύω

Data

{'headword_display': '<b>σκῡτεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σκῡτεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be a leather-worker</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σκῡτεύω'}