Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκῦλον
σκύλος
σκύμνος
σκύπφος
Σκῦρος
σκῡρωτός
σκυτάλη
σκυτάλιον
σκυταλιοφορέω
σκυταλίς
σκύταλον
σκῡτεύς
σκῡ́τευσις
σκῡτεύω
σκῡτικός
σκῡτινός
σκῡτίον
σκῡτοδέψης
σκῡτόομαι
σκῦτος
σκῡτοτομεῖον
View word page
σκύταλον
σκύταλονουnclub, cudgelHdt. Ar. X.of HeraklesPi. Theoc. σκυτάλιονουndimin. little stickbatonAr.dub., see σκυταλιοφορέω

ShortDef

cudgel, club

Debugging

Headword:
σκύταλον
Headword (normalized):
σκύταλον
Headword (normalized/stripped):
σκυταλον
IDX:
36799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36800
Key:
σκύταλον

Data

{'headword_display': '<b>σκύταλον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκύταλον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Tr>club, cudgel</Tr><Au>Hdt. Ar. X.</Au><nS2><Indic>of Herakles</Indic><Au>Pi. Theoc.</Au></nS2></nS1> <RelW><HG><HL>σκυτάλιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.</Ety></HG> <nS1><Tr>little stick<or/>baton</Tr><Au>Ar.<LblR>dub., see <Gr>σκυταλιοφορέω</Gr></LblR></Au></nS1></RelW></NE>', 'key': 'σκύταλον'}