Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκύμνος
σκύπφος
Σκῦρος
σκῡρωτός
σκυτάλη
σκυτάλιον
σκυταλιοφορέω
σκυταλίς
σκύταλον
σκῡτεύς
σκῡ́τευσις
σκῡτεύω
σκῡτικός
σκῡτινός
σκῡτίον
σκῡτοδέψης
σκῡτόομαι
View word page
σκυταλιοφορέω
σκυταλιοφορέωcontr.vbσκυτάλιονφέρω of Athenians imitating Spartan mannerscarry a little stickbatonAr.cj.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκυταλιοφορέω
Headword (normalized):
σκυταλιοφορέω
Headword (normalized/stripped):
σκυταλιοφορεω
IDX:
36797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36798
Key:
σκυταλιοφορέω

Data

{'headword_display': '<b>σκυταλιοφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σκυταλιοφορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>σκυτάλιον</Ref><Ref>φέρω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of Athenians imitating Spartan manners</Indic><Tr>carry a little stick<or/>baton</Tr><Au>Ar.<LblR>cj.</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σκυταλιοφορέω'}