Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκύλλω
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκύμνος
σκύπφος
Σκῦρος
σκῡρωτός
σκυτάλη
σκυτάλιον
σκυταλιοφορέω
σκυταλίς
σκύταλον
σκῡτεύς
σκῡ́τευσις
σκῡτεύω
σκῡτικός
σκῡτινός
σκῡτίον
σκῡτοδέψης
View word page
σκυτάλιον
σκυτάλιονnsee underσκύταλον

ShortDef

little staff, baton

Debugging

Headword:
σκυτάλιον
Headword (normalized):
σκυτάλιον
Headword (normalized/stripped):
σκυταλιον
IDX:
36796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36797
Key:
σκυτάλιον

Data

{'headword_display': '<b>σκυτάλιον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σκυτάλιον</HL><PS>n</PS></HG><XR>see under<Ref>σκύταλον</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σκυτάλιον'}