Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκῡλεύω
Σκύλλα
σκύλλω
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκύμνος
σκύπφος
Σκῦρος
σκῡρωτός
σκυτάλη
σκυτάλιον
σκυταλιοφορέω
σκυταλίς
σκύταλον
σκῡτεύς
σκῡ́τευσις
σκῡτεύω
σκῡτικός
σκῡτινός
View word page
σκῡρωτός
σκῡρωτόςήdial.ᾱ́όνadjσκῦρος stone-chipof a roadmade with stone-chipsgravelledPi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκῡρωτός
Headword (normalized):
σκῡρωτός
Headword (normalized/stripped):
σκυρωτος
IDX:
36794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36795
Key:
σκῡρωτός

Data

{'headword_display': '<b>σκῡρωτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκῡρωτός</HL><Infl>ή<VInfl><Lbl>dial.</Lbl><FmInfl>ᾱ́</FmInfl></VInfl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Gr>σκῦρος</Gr> <ital>stone-chip</ital></Ety></HG><aS1><Indic>of a road</Indic><Def>made with stone-chips</Def><Tr>gravelled</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σκῡρωτός'}