Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκυλακοκτόνος
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκῡλεύματα
σκῡλεύω
Σκύλλα
σκύλλω
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκύμνος
σκύπφος
Σκῦρος
σκῡρωτός
σκυτάλη
σκυτάλιον
σκυταλιοφορέω
σκυταλίς
σκύταλον
σκῡτεύς
View word page
σκύλος
σκύλοςεοςnσκύλλω animal skinhideof a lion, worn as a cloakCall. Theoc.

ShortDef

a skin, hide

Debugging

Headword:
σκύλος
Headword (normalized):
σκύλος
Headword (normalized/stripped):
σκυλος
IDX:
36790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36791
Key:
σκύλος

Data

{'headword_display': '<b>σκύλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκύλος</HL><Infl>εος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>σκύλλω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>animal skin</Def><Tr>hide<Expl>of a lion, worn as a cloak</Expl></Tr><Au>Call. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκύλος'}