Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλσηίς
ἅλσις
ἇλσο
ἄλσος
ἀλσώδης
ἁλτικός
ἆλτο
ἁλυκός
ἀλυκτάζω
ἀλυκτέομαι
ἀλυκτοπέδαι
ἄλυξα
ἄλυξις
ἀλῡ́πητος
ἀλῡπίᾱ
ἄλῡπος
ἄλυρος
ἄλυς
ἀλυσθενέω
ἁλυσιδωτός
ἅλυσις
View word page
ἀλυκτο-πέδαι
ἀλυκτο-πέδαιῶνf.pl1st el.uncert. shackles, fettersHes. AR.

ShortDef

galling bonds

Debugging

Headword:
ἀλυκτοπέδαι
Headword (normalized):
ἀλυκτοπέδαι
Headword (normalized/stripped):
αλυκτοπεδαι
IDX:
3678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3679
Key:
ἀλυκτοπέδαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀλυκτο-πέδαι</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀλυκτο-πέδαι</HL><Infl>ῶν</Infl><PS>f.pl</PS><Ety>1st el.uncert.</Ety></HG> <nS1><Tr>shackles, fetters</Tr><Au>Hes. AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀλυκτοπέδαι'}