Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκυλακείᾱ
σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακοκτόνος
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκῡλεύματα
σκῡλεύω
Σκύλλα
σκύλλω
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκύμνος
σκύπφος
Σκῦρος
σκῡρωτός
σκυτάλη
σκυτάλιον
σκυταλιοφορέω
View word page
σκυλοδεψέω
σκυλοδεψέωcontr.vbσκυλοδέψης tan hidesAr.

ShortDef

to tan hides

Debugging

Headword:
σκυλοδεψέω
Headword (normalized):
σκυλοδεψέω
Headword (normalized/stripped):
σκυλοδεψεω
IDX:
36787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36788
Key:
σκυλοδεψέω

Data

{'headword_display': '<b>σκυλοδεψέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σκυλοδεψέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>σκυλοδέψης</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>tan hides</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σκυλοδεψέω'}