Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκύζομαι
Σκύθαι
σκυθίζομαι
σκυθράζω
σκυθρωπάζω
σκυθρωπός
σκυλακείᾱ
σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακοκτόνος
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκῡλεύματα
σκῡλεύω
Σκύλλα
σκύλλω
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκύμνος
View word page
σκυλακώδης
σκυλακώδηςεςadjlike a puppyneut.sb.puppy-like behaviourX.

ShortDef

like a young dog

Debugging

Headword:
σκυλακώδης
Headword (normalized):
σκυλακώδης
Headword (normalized/stripped):
σκυλακωδης
IDX:
36781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36782
Key:
σκυλακώδης

Data

{'headword_display': '<b>σκυλακώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκυλακώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Def>like a puppy</Def><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>puppy-like behaviour</Def><Au>X.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'σκυλακώδης'}