Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἅλς
ἀλσηίς
ἅλσις
ἇλσο
ἄλσος
ἀλσώδης
ἁλτικός
ἆλτο
ἁλυκός
ἀλυκτάζω
ἀλυκτέομαι
ἀλυκτοπέδαι
ἄλυξα
ἄλυξις
ἀλῡ́πητος
ἀλῡπίᾱ
ἄλῡπος
ἄλυρος
ἄλυς
ἀλυσθενέω
ἁλυσιδωτός
View word page
ἀλυκτέομαι
ἀλυκτέομαιmid.pass.contr.vbredupl.pf.
ἀλαλύκτημαι
pf.be distraught or distressedIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλυκτέομαι
Headword (normalized):
ἀλυκτέομαι
Headword (normalized/stripped):
αλυκτεομαι
IDX:
3677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3678
Key:
ἀλυκτέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀλυκτέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀλυκτέομαι</HL><PS>mid.pass.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>redupl.pf.</Lbl><Form>ἀλαλύκτημαι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>pf.</GLbl><Def>be distraught or distressed</Def><Au>Il.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀλυκτέομαι'}