Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκοτώδης
σκότωμα
σκυβαλισμός
σκυδμαίνω
σκύζομαι
Σκύθαι
σκυθίζομαι
σκυθράζω
σκυθρωπάζω
σκυθρωπός
σκυλακείᾱ
σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακοκτόνος
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκῡλεύματα
σκῡλεύω
Σκύλλα
σκύλλω
σκυλοδεψέω
View word page
σκυλακείᾱ
σκυλακείᾱᾱςfσκυλακεύω puppyhoodPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκυλακείᾱ
Headword (normalized):
σκυλακείᾱ
Headword (normalized/stripped):
σκυλακεια
IDX:
36777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36778
Key:
σκυλακείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>σκυλακείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκυλακείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>σκυλακεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>puppyhood</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκυλακείᾱ'}